- φωσφορυλομάδα
- η, Νχημ. ομάδα αποτελούμενη από τα άτομα ενός μορίου τού φωσφορικού οξέος, όταν από αυτό αφαιρεθεί ένα άτομο υδρογόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ. πρβλ. αγγλ. phosphoryl group].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυνουκλεοτιδικός — ή, ό, Ν 1. (βιοχ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολυνουκλεοτίδιο 2. φρ. α) «πολυνουκλεοτιδική κινάση» (βιοχ.) ένζυμο που προσθέτει μια φωσφορυλομάδα στο 5 άκρο τής αλυσίδας τού δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος, η οποία χρησιμοποιείται για την… … Dictionary of Greek